τα εΝ οΙΚΟ

Προτεραιότητα μας, η Αίγινα! Φυσικά και δεν είμαστε αδιάφοροι σ' αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, στη Χώρα μας, στον Κόσμο και μας επηρεάζουν.

Ναυτικά ιστορήματα VI: Το Empress και το Royal Pacific

του Γιάννη Κληρονόμου

Η αυτοκράτειρα που έγινε βασιλιάς. -Η συνέχεια

Η Συνέχεια; Πάντα υπάρχει μια. Πάντα φτάνει αυτή η ωρα που περιμένεις, για καλό η για κακό. Πάντα έρχεται η συνέχεια και μετα ένα τέλος σε όλα. Στα όνειρα μας, στα ταξίδια μας, στις διαδρομές μας, στους έρωτες μας,στους σταθμούς μας, στην ίδια την ζωή…                                                                                             

ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ:Σκηνή 1η:

Ποτέ δεν περίμενα ότι θα πω αυτή την ιστορία που μου βασάνιζε το μυαλό κοντά 30 χρόνια. Δεν μπορώ να εξηγήσω πως θυμάμαι ονόματα και γεγονότα. Και την αλήθεια λέω, δεν φημίζομαι γι’ αυτό. Ας δούμε την πορεία της χλιδάτης αυτοκράτειρας του Μεξικού. 

Το τέλος του ταξιδιού εκεί στο Μεξικό ήρθε. Το πλήρωμα του ξενοδοχειακού με τους 5 Σεφ, τους 50 μάγειρους, με αυτούς που σκάλιζαν τον πάγο και έφτιαχναν εφήμερα αριστουργήματα, με τους ζαχαροπλάστες, τους ψωμάδες, με τουςμπάρμεν, τους σερβιτόρους, τους τραγουδιστές, τους χορευτές, τους μουσικούς, τους φακίρηδες, τους μάγους, τους ρεσεψιονίστες, τις καμαριέρες, τους καθαριστάδες και τους λοιπούς πολύγλωσσους και πολύχρωμους της Βαβέλ ενός τέτοιου καραβιού. Ξεμπάρκαραν την τελευταία μέρα εκεί στο Λα Παζ στο δυτικό Μεξικό. Εκεί που πριν 7 μήνες ξεκίνησαν όλα. Γέμισε η πλακόστρωτη προβλήτα, αυτή  με τους καχεκτικούς φοίνικες με εκατοντάδες πολύχρωμες βαλίτσες, ναυτικούς σάκους, κούτες χάρτινες δεμένες με σχοινιά, με κλάματα, με φιλιά, με αγκαλιές, με ανεκπλήρωτες υποσχέσεις, με απλές χαιρετούρες και θόρυβο. Πολύ θόρυβο.

Μείναμε εμείς στο μισοάδειο πια καράβι να τους κοιτάμε από ψηλά καθώς μπαίναν σιγά σιγά κλαίγοντας στα πούλμαν της αναχώρησης. Εμείς οι Έλληνες αξιωματικοί και καμία εικοσαριά ινδονήσιοι ναύτες. Το πλήρωμα του καταστρώματος δηλαδή που τελευταίως είχαν αντικαταστήσει τους 7 Έλληνες ναύτες μας (Τρεις για έναν είναι η αξία τους). Μείναμε οι απαραίτητοι για να την ταξιδέψουμε. Παίρναμε και τα τελευταία απαραίτητα εφόδια, καύσιμα, τρόφιμα και χάρτες για το μακρύ ταξίδι. Ήρθε ένα πούλμαν με καμία 40ρια Κινέζους εργάτες από την Σιγκαπούρη η το Χονγκ Κονγκ που έπιασαν τις ζεστές ακόμη καμπίνες που μόλις αδειάσαν από τους προηγουμένους. Ήτανμαζί με 2-3 που μοιάζανε με αρχηγούς τους. Όλοι τους με κάτι παράξενα γιαπωνέζικα μακριά πριόνια να εξέχουν από τις αποσκευές με τα εργαλεία τους. Ήρθαν έτοιμοι για να μετατρέψουν την όμορφη αυτοκράτειρα μας σε CASINO μέχρι να φτάσουμε στην Σιγκαπούρη, κοντά ένα μήνα ταξίδι. Φέρανε οι αρχές και τα απαραίτητα να υπογράψουμε χαρτιά ο καπετάνιος και εγώ, ότι το καράβι αλλάζει όνομα και θα ονομάζεται στο εξής:   «Royal Pacific». Αλλαγή ιδιοκτησίας βλέπεις.

Κατέβηκε από την Πρύμη η όμορφη γαλάζια Σημαία μας χωρίς τελετές και σφυρίχτρες και μπήκε μια άλλη μυστήρια σκούρα μπλε με κάτι πορτοκαλιά σχεδιάκια που δεν την είχαμε ξαναδεί, ούτε ξέραμε ότι υπάρχει. Μάθαμε ότι ήταν των νησιών Μάρσαλ, που τρέχα γύρευε που είναι. Έβαψαν καλύπτοντας με μπογιά το παλιό όνομα μπροστά στην πλώρη και πίσω στην πρύμνη και έβαλαν σαν νέο όνομα το «Royal Pacific» και από κάτω το λιμάνι τους «Majuro». Φύγαμε την επόμενη μέρα, κάποια ωρα το μεσημέρι, αφού τέλειωσαν οι διατυπώσεις και ξεκινήσαμε σε μια ήρεμη και ζεστή θάλασσα. Αυτοί που τον είπανΕιρηνικό τον ωκεανό αυτόν, ταξίδεψαν από κάπου εδώ και δεν τον είχαν δει αγριεμένο όπως είναι λίγο βορειότερα, εκεί ψηλά που «βγάζει φίδια».

Οι Κινέζοι άρχισαν την δουλειά αμέσως. Έβγαζαν τα ωραία της στολίδια και τα όμορφα πολύχρωμα ρούχα της, τα έσχιζαν και τα πέταγαν κουρέλια στην θάλασσα χωρίς λύπηση. Την ξέντυναν από τα ευρωπαϊκά της, για να την ντύσουν με κιμονό ή όπως αλλιώς το λένε στα κινεζικά αυτό το μακρύ πολύχρωμο ρούχο. Ήταν λέει μια Κινέζα βασίλισσα πια. Από δω και εμπρός θα ξέπεφτε από Αυτοκράτειρα σε απλή βασίλισσα. Δουλεύαν σαν μαμούνια τόσο που γινόταν αγνώριστη. Αρχίζαν να φτιάχνουν από την αρχή κάτι ξύλινες βάσεις, ένα νέο πάτωμα για να μπει άλλο χαλί. Αλλά οι άνθρωποι ήταν μαραγκοί καζίνων ή ξέρω εγώ. Ιδέα δεν είχαν από καράβια. Έκαναν την μια βλακεία μετα την άλλη σε αυτά τα πατώματα και όχι μόνο. Θα έβαζαν τις ρουλέτες και τα τραπέζια πάνωσε κεκλιμένα επίπεδα όπως είναι τα ντεκ των καραβιών, από πάντα. Θα πέφτανε όλα μαζί κάτω ακόμη και με τους αδύνατους σε βάρος Κινέζους. Με φώναξε ο Κώστας – ο γνωστός σας από την ελληνική βραδιά – προϊστάμενος ηλεκτρολόγος, μια μέρα που πήγε να τους βοηθήσει με τους ηλεκτρικούς πίνακες. «Chief έλα να δεις εδώ τι κάνουναυτοί». Πήρα και τον Παναγιώτη τον ΑΒ μηχανικό για παρέα και πήγαμε. Και…σκάσαμε στα γέλια.

Ήρθε ο αρχιμάστορας τους κοντά αφού μας κοίταξε περίεργα για λίγο και για πρώτη φορά και ρώτησεμε κάτι σαν εγγλέζικα ,«γιατί γελάτε μίστερ;». Οι Κινέζοι είναι μυστήρια φυλή. Χειρότεροι από τους Έλληνες. Είναι πολύ εγωιστές και ρατσιστές. Βασικά πιστεύουν ότι είναι ανώτερη «λευκή φυλή», λευκότερη από εμάς και όχι κίτρινη που τους λέμε.Τέλος πάντων του εξηγήσαμε και κάποτε το κατάλαβε. Ήρθε ο μεγάλος κινέζος αρχηγός τους ο Μίστερ Σον που είχε αναλάβει την επίβλεψη του έργου αλλά δεν καλοήξερε τι ανέλαβε και μας έπιασε με το γλυκό ώστε να βοηθήσουμε με την επίβλεψη μας. Μου έφερε και κάτι χαρτιά με τα συμβόλαια που έλεγαν πως έπρεπε λέει και εμείς να επιβλέπουμε και να βοηθάμε. Μας έπιασε και στο φιλότιμο λέγοντας ότι μόνο «οι Έλληνες με τον αρχαίο πολιτισμό τους από όλους τους άσπρους είναι αντάξιοι των Κινέζων και τέτοια πειστικά και πιεστικά και ψηθήκαμε. Δεν είχε βγει και το Facebook ακόμη ή το ιντερνέτ, δεν είχαμε τι να κάνουμε. Έτσι βρήκαμε απασχόληση για το μακρύ ταξίδι και αφήσαμε τον Mr. Σον να κάθεται όλη μέρα σε μια βαθιά πολυθρόνα στην άκρη και να παίζει ένα περίεργο παιχνίδι ηλεκτρονικό με κάτι τερατάκια που πέφτανε και που το είχε φέρει μαζί του. Οι εργοδηγοί του μας παρουσίαζαν κάθε πρωί τα σχέδια τους «προς έγκριση» και ανέφεραν την «πρόοδο των εργασιών». Βέβαια είχαμε άγνοια από καζίνα, αλλά αυτοί είχαν άγνοια από καράβια. Παίζαμε στο γήπεδο μας όμως.

Διορθώσαμε μια – δυο – τρεις, πολλές φορές τις αβλεψίες τους χωρίς να γελάμε πια, με αποτέλεσμα να μας σεβαστούν και να πάψουν να μας κοιτάνε με το γνωστό ανατολικό συνωμοτικό ύφος. Μέχρι που και αυτοί μας κατάλαβαν και γέλαγαν κιόλας όταν τους βάζαμε καλοπροαίρετα τις φωνές. Φτάσαμε κάποτε στην μέση του ταξιδιού στον ενδιάμεσο σταθμό, στα Νησιά Μάρσαλ. Αυτά ντε που είχαμε βάλει και την σημαία τους και δεν ξέραμε που είναι. Μας περίμεναν με ταρατατζουμ και χορούς οι τοπικές αρχές. Πρώτη φορά έβλεπαν υψωμένη την σημαία τους σε τέτοιο καράβι και νόμιζαν ότι θα είναι δικό τους. Τέτοια χαρά. Φορτώσαμε εκεί ολόκληρα κοντέινερ με τα τραπέζια και τις ρουλέτες, με βελούδινες σκούρες κουρτίνες και πολλά ακόμη. Ήρθαν και μερικά κοντέινερ με τα καινούρια ηλεκτρονικά παιχνίδια που αρχίσαν ένα ένα να μπαίνουν στην θέση τους. Γέμισαν οι διάδρομοι, γέμισαν τα σαλόνια, παντού. Εκεί που οι μακριές τουαλέτες των επιβατισσών έλαμπαν πριν λίγες μόνο βδομάδες ήταν τώρα κάτι κουλοχέρηδες κι άλλα λαμπερά μηχανάκια ή ηλεκτρονικά παιχνίδια αραδιασμένα στην σειρά. Ακόμη και μέσα στις κοινόχρηστες τουαλέτες μπήκαν. Ένας τεράστιος μαύρος Αμερικάνος τεχνίτης που είχε επιβιβαστεί για την εγκατάσταση και την τοποθέτηση των νέων μηχανήματων μαζί τους στα νησιά Μάρσαλ με είδε μια μέρα που πέρναγα εκεί κοντά του με φώναξε και μου είπε σιγανά συνωμοτικά. «Ε εσύ άσπρε, μην παίξεις ποτέ σε αυτά. Οι Κινέζοι μου ζήτησαν να τα ρυθμίσω με 95 % κέρδος για το καζίνο. Πρώτη φορά το βλέπω αυτό» και έφυγε. Δεν το είχα και σκοπό άλλωστε να παίξω. Κάποιοι μισό-ντυμένοι κρουπιέρηδες κάναν εξάσκηση μεταξύ τους. Μόνο αυτό ήξεραν αυτοί. Μπήκαν παντού στις οροφές όμορφα φωτιστικά «πλαφονιέρες» που όμως έκρυβαν κάμερες μέσα και επέβλεπαν το κάθε τραπέζι και τον χώρο όλον γύρω, παντού και μαγνητοσκοπούνταν σε βίντεο. Καταλάβαμε πως γίνεται το κόλπο, άλλωστε εμείς τους δείξαμε που να τα συνδέσουν. Εσείς που πάτε στα καζίνα να ξέρετε ότι σας καταγράφουν από την είσοδο με το που μπαίνετε, σας βγάζουν όμορφες έγχρωμες φωτογραφίες προφίλ και ανφάς και γκρουπ ειδικοί αναλυτές σας παρακολουθούν κάθε στιγμή, ακόμη γιατί και πως ξύνεται την μύτη σας αναλύουνε συνεχώς.

Φτάσαμε Σιγκαπούρη για να αποτελειώσουμε. Έφεραν ότι έλειπε, κάτι καινούριες κουρτίνες, κόκκινες μοκέτες (το τυχερό χρώμα των Κινέζων) κόκκινες καρέκλες, κόκκινες πολυθρόνες κλπ. Έγινε ένα CAZINO. Μέχρι και εμείς δεν το πιστεύαμε πια. Βγήκαμε και βόλτα εξω.

Η Σιγκαπούρη είναι μια πανέμορφη πολύμορφη, πεντα καθαρή μητρόπολη. Μια πόλη γεμάτη από όμορφα παλιά άψογα συντηρημένα βρετανικά κτήρια, αγκαλιά με μοντέρνους ουρανοξύστες, γεμάτους με εμπόρους που πουλάνε από αληθινά μαργαριτάρια και ακριβά ηλεκτρονικά μέχρι καρφίτσες, τοπικά souvenir και τα διάφορα κινεζικά βότανα. Όλα με τάξη και κανονισμούς πεντακάθαρα. Δεν βγάζουν τα λαϊκά σουβενίρ στα πεζοδρομία, ούτε λερώνουν πετώντας διάφορα (οποίος έχει κότσια ας πετάξει τσιγάρο η τσίκλα στο οδόστρωμα η στο πεζοδρόμιο και θα καταλαβει). Η πόλη σφύζει από πολυτέλεια και εμπορική ζωή. Αποτελείται από ένα μίγμα κίτρινου – καφέ χρώματος ανθρώπους Μαλαίσιους, Ινδούς, Ινδονήσιους  με αρχηγούς πάντα και παντού βέβαια τους «λευκούς Κινέζους». Είναι  μια πόλη που αξίζει να την επισκεφτεί κανείς.

ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ σκηνή 2:

Εγκαίνια σήμερα λοιπόν. Γέμισε η προβλήτα πολυτελή αυτοκίνητα και κόσμο πολύχρωμο μετα παιδάκια τους. Ήρθαν και αυτοί οι τεράστιοι κιτρινοκόκκινοι δράκοι που βλέπετε στις ταινίες να κουνιούνται χορεύοντας σαν μεγάλα φίδια και λάβαρα και σημαίες πολλές. Βάλαμε τα χρυσά γαλόνια μας και τις στολές Νο 8 εμείς, αυτές με το παπιγιόν και το φράκο και στηθήκαμε για την εναρκτήρια δεξίωση για τις αρχές και για να κάνουμε καλή εντύπωση. Μπήκε μέσα πολύ κόσμος λαμπρά ντυμένος. Κανείς δεν μας έδωσε σημασία. Δεν υπήρχαμε.Τα χρυσά γαλόνια δεν είχαν καμία σημασία. Τους καζινιέρηδες κοίταγαν μόνο. Προσαρμοστήκαμε. Σε καμιά βδομάδα ξεκινήσαμε τα ταξίδια γεμάτοι 600-700 επιβάτες. Τετραήμερες κρουαζιέρες στην Τζακάρτα, Πουκετ, Κουαλα Λουμβουρ κλπ, εξωτικά μέρη Ινδονησία, Ταϊλάνδη και Μαλαισία απλά για να δικαιολογηθεί σαν  κρουαζιέρα το ταξίδι, αλλά μέναμε μόνο 3-4 ώρες στο κάθε λιμάνι. Ποιος να βγει εξω και που να πάει; Τους θέλαν μέσα εγκλείστους. 

Ήταν μέρη με όμορφα εξωτικά ονόματα, τότε αναπτυσσόμενα, που έφτιαχναν υπέροχα κτήρια δίπλα σε κάτι αχυρένιες καλύβες με γυμνά παιδάκια που παίζανε μέσα στα βρομόνερα στα ανοιχτά ρυάκια για τα λύματα της πόλης εκεί στην άκρη του δρόμου. Βρώμαγαν τόσο που δεν άντεχες να ανοίξεις το παράθυρο του αυτοκίνητου όταν πέρναγες. Στο καζίνο μόνο δυο-τρεις από εμάς είχαμε δικαίωμα να περιφερόμαστε και υπό τον όρο να μην σταματάς να βλέπεις τα τραπέζια που έπαιζαν. Περίεργος λαός είπαμε, ειδικά με τα καζίνα και την τύχη. Παίζουν σαν μανιακοί, το έβλεπα με τα μάτια μου. Είδα Κινέζες μάνες να κρατάν αγκαλιά το ενός περίπου έτους παιδάκι τους και να το βάζουν  να τραβάει το χερούλι του κουλοχέρη σαν μανιακό, σαν να τα είχαν γεννήσει μόνο γι’ αυτόν το σκοπό. Έβλεπα ανθρώπους στην ίδια θέση, στο ίδιο μηχάνημα 2 μέρες συνέχεια να κάθεται στο σκαμπό και να τραβάει μισοκοιμισμένος τον μοχλό ελπίζοντας στο επόμενο τράβηγμα ότι θα αλλάξει η ζωή του. Τους είδα να κάθονται στο ίδιο τραπέζι του Μπλακ Τζακ ή της ρουλέτας ανέκφραστοι σαν νεκροί. Μηχανικά να ποντάρουν τις πλαστικές μάρκες τους και να βρίσκονται κάπου αλλού. Είδα ανθρώπους να τα χάνουν όλα και να πέφτουν εξουθενωμένοι εκεί στην έξοδο – όταν φτάναμε πίσω στην Σιγκαπούρη – στην προβλήτα και να τους παίρνουν με τα ασθενοφόρα που περίμεναν γι’ αυτόν τον σκοπό, σκοτωμένοι από την εξάντλησημετα από 4 μέρες ταξίδι μόνο χαρτοπαιξία, βλέποντας μπροστά τους ένα μέλλον χωρίς μέλλον. Είδα και αλλά πολλά, αλλά, τι να τα λέω, δεν θα τα πιστέψετε.

Είπα μια μερα στο Κινέζο (πλέον) φίλο μου Mr. Σον ότι «Πρέπει να προσέχουμε, Έμαθα από τα ραδιόφωνο στα νέα της Ελλάδας ότι εδώ στο Μαλακά Στρέιτ υπάρχουν πειρατές και κάνουν ένοπλες επιθέσεις σε πλοία και τα ληστεύουν». Γέλασε κινεζικά με ένα ίχνος γέλιου. Με πήρε αγκαζέ και με έκανε βόλτα γύρω γύρωστο καράβι. Μου έδειχνε έναν – έναν τους κρυφά οπλισμένους μπράβους τους που ήταν διασκορπισμένοι παντού σε απόσταση ο ένας από τον άλλον. Μέτρησα από μέσα μου τουλάχιστον 40 μέχρι που έχασα τον λογαριασμό. Το ένα τέταρτο  από τους επιβάτες, δεν ήτανεπιβάτες. Οι πειρατές ήταν εδώ μαζί μας.

Πέρασαν έτσι δυο μήνες. Στο Starlite lounge που ήταν το μόνο σαλόνι που γλύτωσε από την καταστροφή δεν πήγαινε κανένας μας πια. Ήταν ένα μαυριδερό σκοτεινό μέρος με μόνο τα μικρούλικα φώτα της οροφής αναμμένα σαν τότε που παίζαμε στην ελληνική βραδιά την θεϊκή δημιουργία, χωρίς τον προβολέα του Ηλίου. Μόνοσκοτάδι. Είχε μια ορχήστρα όλοι ίδιοι που παίζανε τα ίδια και που πάντα νιαούριζε μια κοντή Κινέζα ή μπορεί και κάποια άλλη, γιατί δεν τις ξεχωρίζαμε και που έβγαζε κάτι αλλόκοτους ήχους όταν τραγούδαγε σαν σε μοιρολόι κάτι που το έλεγαν Κινεζική όπερα. Το χειρότερο ήταν όταν τραγούδαγαν αμερικανικά τραγούδια που όταν τέλειωναν αναρωτιόσουν ποιο τραγούδι σου θυμίζει αυτό το κλάψιμο. 

Στον μήνα επάνω όμως οι ανταγωνιστές έφεραν και αυτοί ένα άλλο καράβι με την ίδια αποστολή και μοιραία μειωθήκαν οι επιβάτες μας. Αρχίσαν οι γκρίνιες με το γραφείο στην Ελλάδα. Καθυστερήσεις πληρωμών. Παρατράγουδα. Μια βδομάδα δουλεύαμε, δυο καθόμαστε ή ανάποδα, ανάλογα αν είχαμε κάποιο κόσμο. Αλλιώς τα περιμένεις αλλιώς έρχονται. Ήρθε ο πλοιοκτήτης μας μαζί και με τους άλλους διευθυντές από την Ελλάδα ψάχνοντας αιτιολογία για να καταλάβει την ανοησία που έκανε φέρνοντας το καράβι εδώ. Έφευγε άπρακτος και όλο μας έλεγε «Προσέχετε το καράβι παιδιά». Οι συνάδελφοι ναυτικοί που είμαστε μαζί 9 μήνες αρχίσαν ένας ένας να φεύγουν για να γυρίσουν σπίτι. Είπα στην γυναίκα μου να έρθει να γνωρίσει την υπέροχη Σιγκαπούρη αλλά για διάφορους λόγουςαυτό δεν έγινε. Οπότε…Ήρθε η Ωρα να φύγω και εγώνα γυρίσω σπίτι. Αυτό σημάδεψε το τέλος μιας εποχής. Με αντικατέστησε ο Α’ μηχηνακός. Ο μάστρο Γιώργος Π. Ήρθε και άλλος καπετάνιος που δεν τον γνώρισα ποτέ, δεν θυμάμαι και δεν θέλω να πω ονόματα.

ΠΡΑΞΗ  ΔΕΥΤΕΡΗ:Σκηνή 3η, :  

Έγινα πρώτη μου φορά τότε αρχιμηχανικός στο γραφείο και την ιστορία που ακολουθεί την έμαθα από πρώτο χέρι λίγο αργότερα και σας την μεταφέρω όσο μπορώ περιληπτικά, γιατί είναι ένα βιβλίο από μόνη της. Το Καζίνο -επόμενο ήταν-, έβγαλε μάτια. Έπεσε πολύ αντιζηλία από τα άλλα καζίνα της περιοχής και τους ανταγωνιστές που έβλεπαν το χρήμα να αλλάζει χέρια. Η παράσταση τέλειωνε. Το καράβι έμεινε αραγμένο στην προβλήτα για ένα διάστημα άεργο με τα έξοδα και την ζήλια να περισσεύουν. Κάποια μέρα μαζεύτηκαν 335 άτομα και ετοιμάστηκε μια κρουαζιέρα όχι κανονική όπως πριν, αλλά τοπική διήμερη «στο πουθενά» όπως λέγεται (tonowhere). Δηλαδή ένα ταξίδι 2 ημερών, μόνο για το «παιχνίδι» με το καράβι να ταξιδεύει κάνοντας σιγά σιγά βόλτες. Το βράδυ εκείνο της 22-23 Αυγούστου 1992 στην ρότα στο στενό της Σιγκαπούρης έξω από τον δίαυλο (Malaccastrait) κατά τις 02:30 ένα μεγάλοψαράδικο / πλοίο εργοστάσιο ψυγείο το‘’TARFU 51’’με παγοθραυστική πλώρη πήγε και έπεσε με όλη του την ταχύτητα επάνω στο κρουαζιερόπλοιο. Ο Υποπλοίαρχος της βάρδιας έμπειρος και σωστός ναυτικός όταν κατάλαβε ότι ο άλλος έστριψε απότομα εξ επίτηδες για να πέσει πάνω του, έτρεξε φωνάζοντας στο τιμόνι και προσπάθησε να αποφύγει το τρακάρισμα. Το γύρισε όλο δεξιά, αλλά ήταν αργά. Του την έριξε με την δυνατή παγοθραυστική πλώρη του στον αριστερό μεσόστεγο 30 περίπου μέτρα πριν από την προπέλα και έβαλε ο διάολος το πόδι του και το κτύπημα ήταν στην καρδιά. Το βρήκε πάνω στο διαμέρισμα της Emergency generator room (θάλαμος Ηλεκτρομηχανής και συστημάτων επείγουσας ανάγκης) που ήταν χαμηλότερα, σε ασφαλές στεγανό δωμάτιο μαζί με όλους τους πίνακες ελέγχου συστημάτων ασφαλείας του καραβιού για εύκολο χειρισμό και …σιγουριά. Αλλά άμα θέλει ο διάβολος γίνονται αλλιώς τα πράγματα. Ήταν τυχαία η επιλογή στο κτύπημα αλλά έγινε ακριβώς εκεί που δεν έπρεπε και έβγαλε το καράβι εκτός ελέγχου. Το ρήγμα – ήταν μεγάλο όσο να «χωράνε τρια λεωφορεία» – όπως είπαν οι επιβάτες αργότερα  στην ανάκριση-. Τα νερά πλημύριζαν το τελευταίο στεγανό διαμέρισμα πριν  το μηχανοστάσιο που χωρίς τον πίνακα της emergency δεν έκλειναν από την γέφυρα οι στεγανές του πόρτες. (Πρέπει να πω για τους μη σχετικούς ότι ένα επιβατικό καράβι υποδιαιρείται σε 10-20-30 στεγανά διαμερίσματα ανάλογα το μέγεθος του, που κλείνουν στεγανά με βαριές σιδερένιες πόρτες με χειρισμό από μακριά ή ΚΑΙ με χειροκίνητο χειρισμό από εκεί δίπλα στην ίδια την πόρτα ώστε σε περιπτωση ατυχήματος να πλημμυρήσει μόνο ένα ή δυο διαμερίσματα και το καράβι να πλέει). Ο Β’ μηχανικός που είχε βάρδια στο μηχανοστάσιο ένοιωσε το κτύπημα και κατάλαβε τι επακολουθεί. Είδε τα νερά σαν καταρράκτης να μπαίνουν μέσα στο μηχανοστάσιο και σαν τρελός μαζί με τους δυο βοηθούς του προσπάθησαν να κλείσουν τις στεγανές πόρτες του πίσω διαμερίσματος χειροκίνητα ώστε να απομονώσουν τους χώρους. Όμως το νερό ήταν πολύ και ερχόταν με δύναμη επάνω τους. Δεν προλάβαιναν και πλέον άρχισε να ανεβαίνει στο πάτωμα του μηχανοστασίου. Τα πόδια τους ήταν πια μέσα στο νερό. Έπρεπε να κλείσει οπωσδήποτε η ενδιάμεση στεγανή πόρτα αλλά είναι ακατόρθωτο με την θάλασσα να τρέχειεπάνω σου με τρομερή δύναμη και να μην βλέπεις τίποτα. Έστω και για τα ειδικευμένα άτομα που ξέρουν ότι σε λίγο θα είναι αργά.

Υπήρξε μια ελαφριά μεταλλική πόρτα πυρασφάλειας εκεί βαλμένη δίπλα στην τελευταία στεγανή πόρτα, πιασμένη με ένα μικρό μπρούτζινο γαντζάκι. Μάλλον είχε ξεχαστεί εκεί τότε στο ναυπηγείο που την κλείνανε μόνο όταν έκαναν συγκολλήσεις κοντά στις δεξαμενές πετρελαίου μην πάρουν καμιά φωτιά. Δεν εμπόδισε έτσι όπως ήταν παραμερισμένη, ανοιχτή πάντα, αθέατη. Δεν ήταν «τίποτε σπουδαίο» μια παραπάνω πορτούλα και δεν το πρόσεξε κανένας και σε όλες τις επιθεωρήσεις που γινόταν από τα λιμεναρχεία και τις αρχές. Τελευταία μέρα στην Αμερική φεύγοντας, το εκεί λιμεναρχείο (USCGτο λένε) το πρόσεξε και μετα από πολλές είναι η αλήθεια διαβουλεύσεις με τους ναυπηγικούς κανονισμούς μου είπε να την βγάλω την πόρτα αυτή μέχρι να φτάσουμε Σιγκαπούρη. «Δεν χρειάζεται η πόρτα, είπε, αλλά δεν είναι και επείγον». Εγώ το ξέχασα ή δεν έδωσα την πρέπουσα σημασία και η « πορτούλα» έμεινε όπως ήταν. Αυτή λοιπόν η μεταλλική πυροστεγής πόρτα η «τίποτε σπουδαίο» όταν το νερό μπήκε με δύναμη έπεσε επάνω της και ενώ τα παιδιά δεν μπορούσαν και δεν προλάβαιναν να κλείσουν την βαριά υδατοστεγή πόρτα, αυτή έσπασε το μπρούτζινο γαντζάκι της και έκλεισε με δύναμη, περιορίζοντας όμως την δύναμη του νερού έδωσε τον χρόνο ώστε να κλείσουν με τα χέρια την βαριά υδατοστεγή πόρτα και να απομονώσουντα επόμενα στεγανά διαμερίσματα. Αυτό έδωσε 20λεπτά χρόνοζωής στο καράβι και έσωσε κόσμο.

Τα πράγματα δυσκολέψαν και δόθηκε η εντολή εγκατάλειψης. Μπαίνανε στις σωσίβιες βάρκες που ευτυχώς όλες δουλέψαν καλά και από κειμεταφέρονταν στα άλλα καράβια που έσπευσαν αμέσως καθώς είναι ένα πολυσύχναστο θαλασσινό στενό με πολλά μεγάλα και μικρά καράβια να ταξιδεύουν δίπλα σου, συνήθως αθόρυβα. Ο τρόμος είναι κακός σύμβουλος στην θάλασσα. Ακολουθήσαν στιγμές αλλοφροσύνης. Οι γυναίκες ούρλιαζαν και οι άνδρες φωνάζαν, ψάχνοντας ο ένας τον άλλον. Ποιος ήξερε έστω να φορέσει σωσίβιο, κανείς. Εννέα άτομα πήρε μαζί της, αν είχαν μετρηθεί όλοι. (355 επιβάτες και 179 πλήρωμα). Αυτοί που κοιμόντουσαν στην πίσω αριστερή πλευρά μάλλον σκοτωθήκαν στο τρακάρισμα. Ήταν και κάποιοι που φοβήθηκαν να εγκαταλείψουν.

ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ : σκηνή 4:

Ο Γιώργος ο Υποπλοίαρχος ήταν ο αξιωματικός ασφάλειας του πλοίου. Νέος, δυνατός, έξυπνος αξιωματικός, γύρω στα 32-34 χρονών, μου μετέφερε την ιστορία του αργότερα όταν επέστρεψαν σπίτι. Είχε φέρει την γυναίκα του μαζί του να γνωρίσει την πανέμορφη Σιγκαπούρη όταν έτυχε αυτό το ταξιδάκι. Ήταν έγκυος η κοπέλα. Όταν έγινε το κακό έπρεπε αυτός μαζί με τον Ύπαρχο και τους άλλους αξιωματικούς και το πλήρωμανα τρέχει να κατεβάσει και να βάλει τους ανθρώπους στις βάρκες, να κτυπάνε μια μια τις καμπίνες των επιβατών να τους ξυπνήσουν ή να βεβαιωθούνε ότι δεν έμεινε κανένας πίσω. Έπρεπε να προσέχει και την γυναίκα του. Το πλήρωμα, όλοι μάθαμε, ότι ηρωικά προσπάθησαν για να σωθεί ο κόσμος και τα κατάφερε πολύ καλά. Δεν κατεβάζεις 535 άτομα σε βάρκες σε 20 λεπτά! Ύπαρχος, υποπλοίαρχοι όλοι οι μηχανικοί και πλήρωμα μηχανής και καταστρώματος, ο καθένας στην δουλειά του έλαμψαν – αυτό το είπαν τα Σιγκαπουριάνικα δικαστήρια αργότερα -. Ο Γιώργης σαν αξιωματικός ασφάλειας του πλοίου έβαλε την γυναίκα του που έτρεμε και έκλαιγε σε μια σωσίβια λέμβο μαζί με άλλους επιβάτες και την έδιωξε μακριά, έμεινε σαν αξιωματικός ασφάλειας στο καράβι να βοηθήσει με τους άλλους του πληρώματος. Το νερό συνέχισε να μπαίνει.

Οι στεγανές πόρτες κάτω, του μηχανοστασίου, που έκλεισαν με το χέρι κέρδιζαν λίγο χρόνο αλλά μετά από ένα ορισμένο βύθισμα αρχίζουν να σπάνε τα τζάμια ή όταν υπάρχουν ανοιχτές εξωτερικές πόρτες, επιταχύνεται η εισροή νερού. Το καράβι είχε βουλιάξει. Σχεδόν πάνω από το μισό ήταν μέσα στο νερό. Τα φώτα του ανάβαν ακόμη ειρωνικά σε αυτό που συνέβαινε, καθώς δουλεύαν ακόμη οι ηλεκτρομηχανές αφού είχαν κλείσει τις στεγανές πόρτες. Έμενε μόνο το επάνω κατάστρωμα εξω απ’ το νερό. Όσοι έχετε δει τον Τιτανικό στο σινεμά θα ξέρετε τι λέω. Μια επιβάτης πάνω στο πλοίο είχε αγκαλιάσει ένα σιδερένιο κολονάκι και φοβόταν να πηδήξει στην θάλασσα. Έκλαιγε και χτυπιόταν αλλά όσο και να την τραβούσαν δεν το άφηνε. Μια άλλη κοπέλα πλήρωμα έτρεξε στις σκάλες να ανεβεί όσο πιο ψηλά μπορούσε λες και αυτό θα την έσωζε. Ο Γιώργης ανέβηκε πίσω της τελευταίος να την πείσει να φύγει, αλλά αυτή τίποτε. Έμεινε εκεί τρέχοντας έξαλλη. Μέσα από το τελευταίο μεγάλο άθραυστο τζάμι του σαλονιού φάνηκε ένας παγιδευμένος επιβάτης που κοίταζε ανέκφραστος προς την ελευθέρια ενώ το νερό  είχε φτάσει στην μέση του, γνωρίζοντας τι θα του συμβεί σε λίγα λεπτά. Ο Κινέζος λογιστής που είχε αρπάξει τα λεφτά του καζίνου και τα είχε βάλει στον κόρφο του μέσα από το μπουφάν της στολής του. Πήδηξε στην θάλασσα, με το σωσίβιο να μην κλείνει άλλο. Ήταν πάρα πολλά λεφτά φαίνεται. Βούλιαξε σιωπηλός με τα λεφτά μαζί από το βάρος τους εκεί μπροστά μας. Μερικά ξέφυγαν και έπλεαν στο νερό σαν χάρτινα παιδικά καραβάκια που κορόιδευαν τους ανθρώπους.

«Δεν γινόταν  τσιφ – μου περιέγραφε – έπρεπε να φύγω. Το καράβι είχε τελειώσει δεν μπορούσαμε να κάνουμετίποτε άλλο για τους δυο-τρεις επιβάτες που έμειναν πίσω και ούρλιαζαν από το φόβο τους και εγώ είχα να σκεφτώ και την γυναίκα μου που την έβλεπα να σπαράζει και μου φώναζε να πάω κοντά της. Έπεσα τελευταίος στο κρύο νερό – ένα βήμα ήταν σαν να περπατάς –προσπάθησα να κολυμπήσω. Αλλά Θεέ μου όσο και να προσπαθούσα, δεν μπορούσα να ξεφύγω έστω και λίγο μακριά από το καράβι που βούλιαζε, που φύσαγε – ξεφύσαγε διαβολικούς ήχους από τον αέρα που ξέφευγε μέσα από τα σπασμένα τζάμια. Τρομεροί ήχοι, αλλόκοτα ουρλιαχτά του διάβολου μέσα στην νύχτα, άμα ξέρεις τι συμβαίνει. Προσπαθούσα να απομακρυνθώ μα το σωσίβιο με κράταγε κολλημένο δίπλα στο καράβι σαν δεμένο και όσο και να κολύμπαγα ήμουν ακόμη εκεί. Έβλεπα τις βάρκες με τους δικούς μας και την γυναίκα μου που τράβαγε τα μαλλιά της μέσα στην βάρκα, εκεί 50 μέτρα μακριά μου να με φωνάζουν σαν τρελοί να μου δώσουν θάρρος,να πετάνε σχοινιά που δεν με έφταναν και να μην μπορούν να πλησιάσουν γιατί θα τους έπαιρνε και αυτούς η δίνη του καραβιού. Αλλά εγώ εκεί! Ακίνητος! Προσπαθούσα μάταια και είχα κουραστεί ούτε τα χέρια δεν μπορούσα καλά -καλά να κουνήσω άλλο. Κατάλαβα ότι έφτασε το τέλος. Σήκωσα το χέρι να στείλω στερνό χαιρετισμό. Ένα φιλί στην γυναίκα μου, πίστευα, του αποχαιρετισμού. Άκουγα το τρομαχτικό μούγγρισμα και ένα άγριο σφύριγμα σαν ουρλιαχτό από το ξεφύσημά του νερού που έμπαινε μέσα στην τσιμινιέρα. Ακούγονται  σειρήνες από μέσα του και έσβησαν τα φώτα του αμέσως μετά, καθώς απόκοσμα χανόταν στο νερό, ολόασπρο σαν μεγάλο φάντασμα που πέταγε. Έφευγε. Έγινε απόλυτο σκοτάδι. Μου ανάψαν φακούς από τις βάρκες. Τι να το κάνω; Άρχισα να πηγαίνω προς τα πίσω. Σκέφτηκα το παιδί που δεν θα γνώριζα ποτέ, τους γονείς μου που με περίμεναν, όλα αυτά που σκέπτεται κανείς εκείνη την στιγμή και είπα μέσα μου «Αι Νικόλα βοήθα με. Γιατί; Τι σου κάνα;». Η δίνη απ’ το καράβι που βούλιαζε με τράβαγε πίσω. Το ένοιωθα. Απομακρυνόμουν. Όμως εκεί ξαφνικά, ένα χέρι με άρπαξε δυνατά και με σήκωσε στον αέρα. Το ένοιωσα αδελφέ μου, – είπε κλαίγοντας με λυγμούς εκεί στο γραφείο, με ένα κλάμα που μόνο οι άνδρες μπορούν, ένα κλάμα από μέσα του με αναφιλητά –. Με άρπαξε ένα χέρι δυνατόκαι με πέταξε ψηλά στον αέρα και δεν ξέρω που, χάθηκα μέσα στα νερά που έμπαιναν στο στόμα μου και στα μάτια. Μάλλον έχασα τις αισθήσεις μου για δευτερόλεπτα. Με συνέφεραν φωνές. Πολλές χαρούμενες φωνές. Όταν άνοιξα τα μάτια ήμουνα εκεί δίπλα στην βάρκα με την γυναίκα μου να με κοιτάει στα μάτια με τρόμο, με χαρά, με ουρλιαχτά τρελής. Δεν κατάλαβα πως και γιατί εκείνη τη στιγμή. Τα παιδιά στην βάρκα μου δίνουν χέρια, σχοινιά, ότι μπορούσε ο καθένας για να με ανεβάσουν πάνω. Σώθηκα αλλά δεν ξέρω πως. Ξέρω ότι κάποιος με βοήθησε εκείνη την στιγμή. Δεν είδα ούτε άκουσα κανέναν! «Εγώ μόνο τον Άγιο Νικόλα φώναξα για να παραπονεθώ. Δεν σκέφτηκα άλλον εκείνη την ωρα. Θαύμα λες ότι ήταν; Δεν ξέρω Τσιφ. Δεν ξέρω. Δεν πίστευα ποτέ μου στα θαύματα για να έρθει να με βοηθήσει αυτός». Αυτά είπε ο Γιώργης ο safety officer κλαίγονταςσαν μωρό. «Δεν ξαναμπαρκάρω Τσιφ, ποτέ» είπε. 

Όταν γυρίσανστον Πειραιά όλοι οι ναυτικοί απλά βεβαίωσαν την πραγματικότητα όπως την είδαν από μακριά. Όταν το καράβι βυθίστηκε, έκανε μια τεράστια δίνη που ρούφαγε τα πάντα μέσα της. Η θάλασσα έφτασε στο πάνω μέρος της τσιμινιέρας και άρχισε να μπαίνει προς το μηχανοστάσιο πια. Ο αέρας που βγήκε σφυρίζονταςέφτιαξε ένα μεγάλο κύμα μια τεράστια μπουρμπουλήθρα που έβαλε τον Γιώργη στην κορφή του και τον πέταξε στον αέρα, σχεδόν δίπλα στην βάρκα τους! Αυτό έγινε τελικά. Τεχνικά μιλώντας, όλα έχουν μια λογική εξήγηση. Το θέμα είναι αν είσαι από την μέσα ή την έξω μεριά του κύματος αυτά τα 10 – 20 εκατοστά παίζουν σπουδαιο ρόλο. Μετα 3 μήνες ήρθε στο γραφείο για δουλειά και τον στείλαμε σε άλλο καράβι.(Σχεδόν όλοι ήρθαν για δουλειά). Ήταν άξιος ναυτικός για την εταιρεία, όπως πολλοί άλλοι ναυτικοί τότες. Ξεχάστηκε ο φόβος μπροστά στην ανάγκη. Μεγάλος ο έρωτας, μεγάλος ο καημός. Η άτιμη η θάλασσα!

Πολλοί λένε ότι οι ναυτικοί έχουν χιούμορ. Και λένε αστείες ιστορίες. Αλλά για να έχεις χιούμορ πρέπει να έχεις γνωρίσει την λύπη και να έχεις εκτιμήσει τον θάνατο. Η αυτοκράτειρα ήταν ακόμη εκεί καθισμένη απαλά στην άμμο του βυθού. Τα ρεύματα έχουν συσσωρεύσει γύρω της μια ολόξανθη, καθαρή άμμο και έμοιαζε σαν θρόνος, εκεί, στα 60 μέτρα βάθος. Έτσι είπαν οι δύτες που την είδαν μετα από δυο χρόνια οταν ξεθόλωσε η περιοχή και την επισκέφτηκαν. Ο ένας μάλιστα κατέθεσε ότι όταν έφευγαν, μετά την επιθεώρηση που έκαναν, ακούστηκε ένα μουγκρητό σαν να ξεκινάει μια μηχανή, σαν να ανάψαν τα φώτα της για λίγο. Οι άλλοι δύτες γέλασαν και δήλωσαν ότι αυτός είναι λίγο χαζός και αλαφροΐσκιωτος και βλέπει ότι θέλει. Ίσως πια να την πήραν τα ρεύματα και να αναπαύεταιαλλού πιο βαθιά όπως θα ήθελε. Ποιος ξέρει;

Βάρδια πλάι σὲ κάβο φαλακρὸ
κι ὁ Σταυρὸς τοῦ Νότου μὲ τὰστράλια.
Κομπολόι κρατᾶς ἀπὸ κοράλλια
κι ἄκοπο μασᾶς καφὲ πικρό.

Κάτου στὶς ἀχτὲς τῆς Ἀφρικῆς
πᾶνε χρόνια τώρα ποὺ κοιμᾶσαι.
Τὰ φανάρια πιὰ δὲν τὰ θυμᾶσαι
καὶ τ᾿ὡραῖο γλυκὸ τῆς Κυριακῆς.

για την ποίηση : Ν. Καββαδίας

1 comments on “Ναυτικά ιστορήματα VI: Το Empress και το Royal Pacific

  1. ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΠΑΛΑΙΤΣΑΚΗΣ
    04/03/2021

    Φοβερό, ποτέ δεν μου είχες πει τίποτα γι αυτό, γιατί ξάδερφε μου;;;

Σχολιάστε

Information

This entry was posted on 03/03/2021 by in Άρθρα and tagged , , , .

Πλοήγηση

Μετάφραση

Γράψτε το email σας για να λαμβάνετε νέα και αναρτήσεις.

Προστεθείτε στους 1.567 εγγεγραμμένους.