τα εΝ οΙΚΟ

Προτεραιότητα μας, η Αίγινα! Φυσικά και δεν είμαστε αδιάφοροι σ' αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, στη Χώρα μας, στον Κόσμο και μας επηρεάζουν.

Οι μοδίστρες του «Ναυτικού»

του Γιάννη Κληρονόμου

Εμένα πολύ με νεύριασε όταν έμαθα ότι θα μας λέγανε έτσι. Βρισιά μεγάλη μου φαινότανε. Δηλαδή τι; Σαν να είμαστε γυναίκες μοδίστρες όπως η αδελφή μου ένα πράμα; Ντροπή. Ξεφτίλα. Έλεγα σιγά οι βρωμοπόδαροι που θα τα βάλουν με εμάς στο Ναυτικό !!  Θα τους δείξουμε εμείς που είμαστε και λίγο παραπάνω διαβαστεροί. Αυτό το λέγαμε τότε σχεδόν όλοι στο 40ημερο στην προπαίδευση, στο κέντρο εκπαίδευσης του Β.Ν. δηλαδή. Όμως…

Το παλιό εκείνο τον καιρό που εγώ ήμουνα παλικαράκι, σε ηλικία στράτευσης δηλαδή, έγιναν πράγματα και θαύματα που ευτυχώς δεν ξανάγιναν πάλι. Τουλάχιστον φανερά μέχρι σήμερα. Δηλαδή δεν έγιναν έτσι όπως τότε, το μακρινό 1967 που κάποιοι τύποι πήρανε  μερικά τανκς με κάτι μεγάλα κανόνια – μετα συγχωρήσεως– και κόβανε βόλτες πάνω κάτω στους δρόμους και  στα πεζοδρόμια της πρωτεύουσας και προς Πειραιά μεριά και χαλάγανε τα δημόσια πεζοδρόμια  με τις ερπύστριες τους και τις χοντρές ρόδες τους. Και από τότε δεν μπορέσαμε να τα ξαναφτιάξουμε. Γι’ αυτό είναι χάλια ακόμα.

Λες και περίμεναν εμένα τον ειρηνικό και απολιτικό άνθρωπο, μόλις μπω για την  θητεία μου να γίνει αυτός ο χαμός. Εντάξει θα μου πείτε για να λέμε και του στραβού το δίκιο εντελώς μεταξύ μας η χούντα που σας κατσικώθηκε στο κεφάλι το μακρινό εκείνο 1967 δείχνει ακόμη πεντακάθαρα πόσοι από μας ήταν η είναι ακόμη οι εθνικόφρονες της χώρας – δεν άλλαξε και πολύ το ποσοστό τους-. Όπου περνάγαμε στους δρόμους με την κολλαριστή στενή μαύρη στολή του ναύτη και του Διόπου με τα όμορφα κόκκινα γαλόνια στο μπράτσο, μας έλουζαν με γαρδένιες – που λέει ο λόγος-  από την χαρά τους  που ‘’σώσαμε την χώρα’’.

Εμείς κορδωνόμαστε και λέγαμε «Ναι βέβαια και εγώ συμμετείχα ενάντια στους εχθρούς και τέτοια χαζά, και τα κορίτσια της γειτονιάς καμαρώνανε  και αυτές που μας γνωρίζανε.           
 -«Ποιος ο Γιάννης; Ο Δίοπος ; Καλέ τι λέτε; φίλος μου είναι, τι μας περάσατε; Για τίποτα παρακατιανούς;»  Έτσι. Την τύφλα μου δηλαδή γιατί χαμπάρι δεν είχαμε πάρει εμείς το κωθώνια του ναυτικού «Πως και γιατί» έγινε η εθνοσωτήριος επέμβαση στους «ασθενείς του Γεωργίου Παπαδοπούλου», που τους ανεβοκατέβαζε στο κρεβάτι του ασθενούς κατά που και όπως  το γουστάριζε η ομάδα του. 

Εμείς στου Παλάσκα /Κανελλοπούλου ( ΚΕΠΑΛ/ΚΕΚΑΝ)  στο κέντρο εκπαίδευσης δηλαδή του Βασιλικού Ναυτικού (Β.Ν το λέγανε ακόμη) που είχαμε παρουσιαστεί στραβάδια φρέσκα στις 02-04  Απρίλιου 1967 δηλαδή, μας ξυπνήσανε την νύχτα εκείνη την ατελείωτη κατά τις 3.30 χαράματα και αφού μας μαζέψανε σε κατάσταση μισό-ύπνωσης στην μεγάλη κεντρική τσιμεντένια πλατεία του στρατοπέδου.Εκεί  μας είπανε το ποιηματάκι από τα μεγάφωνα  που μοιάζανε με τεράστια χωνιά στους τοίχους. 
-«Από σήμερον, της πρωίας αρξαμένης, αι Ένοπλες δυνάμεις της χώρας ανέλαβαν τον διακυβέρνησίν της, ίνα όπως επιφέρουμε την βελτίωσίν της κατάστασης και να σώσωμεν την χώραν από την κομμουνιστικήν λαίλαπα  και διείσδυσην τούτων εις τον λαόν. Ζήτωσαν αι ένοπλαι δυνάμεις». 
-«Ζήτωωω» φωνάξαμε και εμείς δυνατά τρεις φορές κατ’ εντολή των διμοιριτών μας ελπίζοντας αμέσως μετά να πάμε πάλι για ύπνο.

Λόγω τιμής ακόμη πιστεύω ότι κανένας μας δεν κατάλαβε πολλά ούτε καν οι περισσότεροι αξιωματικοί που ήταν οι διμοιρίτες στους λόχους μας, στα στραβάδια τους νεοσύλλεκτους του πολεμικού ναυτικού δηλαδή. Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον αναρωτώμενοι και προσπαθώντας να καταλάβουμε πως βρέθηκε τέτοια ώρα χαράματα ένας ολόκληρος λόχος καμιά 100 άτομα λοκατζήδες μέσα στο στρατόπεδο ΚΕΚΑΝ και μάλιστα κρατάγανε και κάτι κανονικά όπλα από  αυτά τα αυτόματα που είχαμε δει στο σινεμά. Εμείς μόλις πριν λίγες μέρες είχαμε πιάσει στα χέρια μας κάτι όπλα αρχαία αγγλικά Enfield τα λέγανε του Β παγκοσμίου ήτανε που δεν είχανε ούτε σφαίρες, ούτε σκανδάλη, ούτε γεμιστήρες. Κάτι σαν το παραμύθι με τους «τρεις κανένας» δηλαδή, (για όποιους το ξέρουνε). Μια έρμη καταφαγωμένη από την σκουριά ξιφολόγχη είχανε ίσα ίσα να κουβαλάμε εμείς στους αγύμναστους ναυτικούς μας ώμους τα 7 κιλά βάρος που ζύγιζε το όπλο αυτό, έτσι χωρίς λόγο. Άσε που μπορεί να βγάζαμε και κάνα μάτι με αυτές τις μαχαίρες εκεί μπροστά στην κάννη τους.

Εκείνη την εποχή στο Πολεμικό ναυτικό κατατασσόμαστε «ως επί το πλείστον» – όλοι οι του Εμπορικού ναυτικού φερέλπιδες νέοι η και αυτοί που κάποια σχέση είχανε με την θάλασσα. Ψαράδες, καϊκτσήδες, μαουνιέρηδες που ήταν πολλοί τότε. Και φυσικά μάγειροι -για να τρώμε κιόλας- που θα έμεναν ναύτες σκέτοι. Αναμεσά τους  και κάτι αργόσχολοι άνευ ειδικότητας για τους καθαρισμούς και τις δύσκολες δουλειές. Οργανωμένα πράγματα. Αντάμα  σε περίοπτη θέση και οι απόφοιτοι των σχολών του εμπορικού ναυτικού που σε 3-4 μήνες μετα θα φοράγαμε την μαύρη χειμωνιάτικη στολή με το πηλήκιο η την όμορφη άσπρη το καλοκαιράκι με τα χρυσά γαλόνια τριγωνικά στο μανίκι και θα μας λέγανε «Υπαξιωματικούς και Υπόλογους και υποκελευστές» λέει και θα μας χαιρέταγαν οι νέοι ναύτες τα «νέα στραβάδια» δηλαδή που θα έβγαιναν στην επόμενη φουρνιά, ακόμη και μέσα στα λεωφορεία που μας συναντούσανε. Εμείς σεμνά θα τους κάναμε νόημα κλείνοντας τα ματάκια μας σαν την Βουγιουκλάκη, σε συγκατάνευση και με ύφος καρδινάλιων.
-«Εντάξει παιδί μου σε είδα» και θα κορδωνόμαστε ακόμη πιο πολύ να φτάσουμε το χερούλι από πάνω μας. Άμα είχαμε και κανένα έτερον ήμισυ δίπλα μας κορδωνότανε και αυτή και κοίταζε αριστερά δεξιά να δει αν την είδανε να θαυμάσουνε και οι άλλοι. Τέτοια ωραία.

Μούρλα του είχε έρθει του Παπαδοπούλου μετα από κάνα χρόνο  εκεί που απολαμβάναμε τις ναυτικές βόλτες μας στα διάφορα νησάκια να κάνει λέει κάτι που θα μοιάζει με εκλογές. Να τα βλέπουν οι ξένοι και να λένε «Να ρε κοίτα  που έχουν δημοκρατία ακόμα και αυτοί οι άχρηστοι». Τα λέγανε δημοψηφίσματα από τότε χωρίς λόγο βέβαια αφού το αποτέλεσμα ήταν γνωστό από πριν. Σε αυτά μαζευότανε ο κόσμος στα διάφορα σχολεία που ήτανε διακοσμημένα μέσα – έξω με αυτές τις μεγάλες έγχρωμες αφίσες με τον φαντάρο και το πουλί της χούντας σε κάτι φλόγες  σε όλους τους τοίχους και στην οροφή ακόμη που λέει ο λόγος. Και με πραγματικούς φαντάρους που στέκανε φρουροί στην είσοδο με όπλα και σπαθόλουρα. Διάλεγες ανάμεσα σε εκατοντάδες χαρτάκια που έγραφαν «ΝΑΙ» η στο ένα και μοναδικό χαρτάκι δίπλα τους που έγραφε το «ΌΧΙ».                                                             Μόλις έφευγε αυτός ο άτυχος ο «ψηφίσας» που διάλεγε το «Όχι» απ’ το παραβάν έμπαινε ένας της μυστικής αστυνομίας τσεκάριζε τον πάγκο και έβαζε ένα καινούργιο χαρτάκι με το «ΌΧΙ» και μετα έκανε νόημα σε κάποιους άλλους απ’ έξω που τον έπιαναν επιτόπου η τον συνοδεύαν μέχρι το σπίτι του και μέχρι το διπλανό τμήμα για ερωταποκρίσεις. Συνήθως αυτά τα δημοψηφίσματα τα κέρδιζε με ποσοστά της τάξεως των 99.5% και όποιος είχε κότσια ας μην έριχνε καταφατική ψήφο.

Μην ακούτε πολλά από τον παππού σας. Όλοι μας το κοροΐδο κάναμε. Αυτοί που δεν το έκαναν ήτανε κάτι λίγα μετρημένα παλικάρια που τα μάζεψαν σε κάτι ξερονήσια. Αυτοί που ήξεραν τι έλεγαν και τι πίστευαν με σοβαρότητα και μόρφωση. Αλλά που να το ξέραμε εμείς οι άσχετοι νεαροί ναυτικοί.       Έλαβα μέρος σε όλα τα  περίφημα δημοψηφίσματα της χούντας καθισμένος πολλές φορές στο διπλανό κάθισμα μιας φαρδιάς γκρι καμιονέτας του ναυτικού και περιφερόμενος σε γειτονιές. Με αυτά τα μικρά γκρι ημιφορτηγά με την πάνινη κουκούλα «Καναδέζες» τις λέγανε τότες. Οι αρχικελευστές που τις διαχειριζόντανε με τα πολλά τριγωνικά γαλόνια στον ώμο και τις δυνατές φωνές για να διαπερνάνε τον απίστευτα δυνατό θόρυβο των μηχανών των αυτοκίνητων αυτών. Αυτό μάλιστα τους είχε μείνει και φωνάζαν έτσι ακόμη και στο σπίτι τους η άμα βγαίνανε έξω με το κορίτσι τους φωνάζαν μονίμως από συνήθεια. (Το λέω εκ… πείρας από φιλαράκια μονίμους υπαξιωματικούς). 
– «Πόσες Καναδέζες έχουμε έτοιμες κε Ανθυπασπιστά;» Έλεγε ο διοικητής.
– «Επτά κύριε Διοικητά»  Απαντούσε αυτάρεσκα αυτός. 
– «Καλώς… Στείλε τις μισές να φέρουν τα υλικά από την βάση». 

Τόμπολα. (κρύο αστείο του ναυτικού). Εγώ ο σπουδαίος τίποτα, είχα γίνει εν τω μεταξύ κελευστής του  Πολεμικού Ναυτικού μετα τους 6 μήνες υπηρεσία  και φόραγα καμαρωτός τα χρυσά γαλόνια στο μανίκι ( μετα από 5 μήνες σαν δίοπος με τα κόκκινα σιρίτια. Υποκελευστής Β λεγότανε την εποχή του Β.Ν. Η χούντα άλλαξε τους βαθμούς και τα γαλόνια μας στο μεταξύ) για τους έχοντες σχέση με βαθμούς και χρυσά γαλόνια το λέω αυτό.Τότε με διορίζανε και εμένα μαζί με μερικούς ναύτες με άσπρες γκέτες στα πόδια μας χαμηλά και ζωνάρι ασβεστωμένο με άσπρο στουπέτσι και αστυνομεύαμε τα εκλογικά τμήματα μαζί με άλλα παιδιά που υπηρετούσαμε στο ναυτικό. Συνήθως η περιοδεία μας ήτανε στην περιοχή του Πειραιά και στα προάστεια του. Εγώ κουβάλαγα μάλιστα στο ζωνάρι μου και ένα τεράστιο βαρυ πιστόλι πλακέ σαν υπαξιωματικός, αλλά ούτε σφαίρες είχα πιάσει στα χέρια, ούτε ξέραμε τι κάνει αυτό το μαραφέτι στην άσπρη του θήκη στο παντελόνι.

Το μπινελίκι το ακούγαμε συνήθως εκεί στην Νίκαια, στο Πέραμα και στα Καμίνια… σιγανά μέσα από τα δόντια των λιγοστών είναι η αλήθεια αριστερών που είχανε τα κότσια να μας το πουν. Εμείς κουρνιάζαμε στο καβούκι μας και κάναμε το κορόιδο ότι δεν ακούσαμε τίποτα, είτε γιατί φοβόμαστε μην τις φάμε, είτε γιατί σαν να αρχίζαμε να καταλαβαίνουμε ότι είχανε δίκιο.

Τέλος η καθοδήγηση περί τα πολιτικά. Δέχομαι γραπτές ερωτήσεις μόνον. Ήταν η εποχή που η αστυνομία δεν είχε καμία απολύτως δύναμη ούτε καν σαν παρουσία σχεδόν. Κυκλοφορούσαμε εμείς οι στρατιωτικοί με την στολή μας πάντα πρωί- βράδυ στον δρόμο και στα ΜΜΜ που δεν πληρώναμε καν εισιτήρια και τον μόνο που φοβόμαστε ήταν τα σαΐνια της ΕΣΑ γιατί άμα σε έπιαναν οι μάγκες αυτοί έλεγες Αμάν. Μικτό το λέγανε γιατί ήτανε όλα τα σώματα του στρατού -σε γκρουπάκι- μαζί με έναν δυο μπασκίνες της αστυνομίας, ώστε με υπηρεσιακό ύφος να σταματάνε όποιον σε ηλικία στράτευσης η πλησίον αυτής έβλεπαν να περπατάει στον δρόμο, για έλεγχο της αδείας του. Χωρίς αυτήν ή με ληγμένη άδεια έστω και δυο τρεις ώρες την είχες βάψει γενικώς. Τα ψηλά αυτά παλικάρια με τα ψηλά πηλήκια σαν του στρατάρχη Ζούκωφ και το ασπρουδερό από τα πλυσίματα  περιβραχιόνιο που έδειχνε το ΕΣΑ σε κοιτούσανε συνήθως από ψηλά σαν να είχες σκοτώσει και βιάσει κάνα δυο περαστικούς πριν λίγο. Εσύ κατουριόσουνα επάνω σου γιατί ήξερες ότι όπως λένε και οι Άραβες  «Να Δέρνεις την γυναίκα σου κάθε Παρασκευή. Αν δεν έχεις λόγο δεν πειράζει θα ξέρει αυτή γιατί». Έτσι και εμείς που να ξέρουμε τι σκεπτότανε το μικτό ότι κάναμε. Αν θα μας  εύρισκε δηλαδή κάτι επιλήψιμο ή όχι. Ανάλογα τα κέφια της ομάδας τους λοιπόν. Αν είχες και κάνα κορίτσι μαζί σου ήτανε χειροτέρα, γιατί κάνανε και την φιγούρα τους οι μάγκες σαν ανωτέρα δύναμη που ήντουσαν να πούμε. 

Εμάς στο Β.Ν και αργότερα στο Π.Ν. – όπως άλλαξε ονομασία –  και στην έρμη την Αεροπορία από ότι ξέρω, η ισχυρότερη της εποχής  «φανταρία» μας ονόμαζαν ‘’Μοδίστρες και Κομμώτριες’’ από το γνωστό τραγούδι του Στελλάρα που κυκλοφορούσε τότε. Γιατί λέει κάναμε μια πολύ ελαφριά θητεία ενώ αυτοί μεγαλουργούσανε κάθε μέρα με τα συνεχή γυμνάσια και γενικά την πολύ δυσκολότερη στρατιωτική τους ζωή. Άρα εμείς είμαστε χαϊβάνια. Έτσι λέγανε.

Όμορφα ήτανε που είμαστε νέοι και συνήθως …όμορφοι, και τα άλλα δεν παίζανε μεγάλο ρόλο, Τα ευχαριστιόμαστε. Καπνίζαμε τσιγάρα αγορασμένα από τα περίπτερα κατά δεκάδες τυλιγμένες σε χαρτί εφημερίδας. Χύμα τα παίρναμε, μισή δραχμή 10 άφιλτρα τσιγάρα. Και άμα είχαμε κάνα δωράκι πενηντάρικο από τις μεγαλύτερες αδελφές μας αγοράζαμε τα «Νο 10 Παπαστράτο» σε πακέτο η  Έθνος «δεύτερα» που το βάζαμε να φαίνεται στο μπροστινό τσεπάκι του Τζιν πουκαμίσου της εργασίας. Τώρα λόγω εποχής άμα είχαμε κάνα 100ρικο ε τότε παίρναμε Άσσο φίλτρο και έπεφτε η τράκα σύννεφο.
-« Ωωωω Τι βλέπω σήμερα κληρούχα. Φιλτράκι έχουμε εδώ; Φιλτράκι;» και βούταγε με την χερούκλα του ένα τσιγαράκι το λιγότερο. Πάντα μετα έλεγε με στόμφο «Πολύ ελαφρά είναι αυτά μωρέ. Πως τα καπνίζετε;» και τράβαγε άλλη μια ρουφηξιά με πάθος. 

Με αυτά και αυτά δικαίως μας λέγανε μοδίστρες γιατί στο Πολεμικό ναυτικό ουδεμία σχέση είχαμε με τον στρατό ξηράς ειδικότερα οι «εμείς» αυτοί δηλαδή που είχαμε κάποια σχέση με τα εμπορικά καράβια (όπως εγώ) περνάγαμε μια χαρά. Ζωή και κότα που λένε. Ούτε καψόνια ούτε καθάρισμα κατσαρόλες, ούτε καλλιόπες. Ως έφεδροι υπαξιωματικοί απλά κάναμε την τεχνική δουλίτσα μας, την απλή συντήρηση στις μηχανές και στα μηχανήματα του πλοίου. Παραλαμβάναμε και τα σχετικά εφόδια που ένα καράβι χρειάζεται: Πετρέλαια, νερά, λάδια, ανταλλακτικά. Υλικά κλπ.

Αντίστοιχα τα παιδιά της γέφυρας έκαναν τις δικές τους συντηρήσεις και τις διορθώσεις στους ναυτικούς χάρτες, γνωστή δουλειά για τους νέους καπετάνιους τότε, την συντήρηση στο κατάστρωμα και στα χρώματα του πλοίου, στα ραντάρ, στα ασύρματα ράδια, στα Ραντάρ και στα κανόνια και ότι άλλο έχει ένα καράβι να σε απασχολεί για 23 ώρες το 24ωρο. Είμαστε και στα γραφεία. Γενικά άμα ήξερες πέντε κολλυβογράμματα παραπάνω. Έτσι είχαμε και  την γραφική εργασία στην επιστασία μας άμα ξέραμε γραφή και ανάγνωση και να είμαστε χρήσιμοι στο καράβι. Ήτανε αρκετά τα παιδιά του Εμπορικού εκείνη την εποχή καθώς και οι νέοι που ήτανε ψαράδες η ναύτες από τα καΐκια και τα μικρά μότορσιπ. Οι «Ναύτες Αρμενιστές» τους λέγαν σαν ειδικότητα  που έκαναν τις άλλες δουλειές. 

Είχαμε και την «μονιμάτζα» τους μονίμους δηλαδή υπαξιωματικούς που ήτανε αρχηγοί /Υπόλογοι σε κάθε επιστασία. Αλλά συνηθέστατα στα μικρά πλοία του Β.Ν  όπως τα ναρκαλιευτικά που ήμουνα εγώ τότε γνωριζόμαστε από κοντά και κάναμε παρέα στις βόλτες και τους δανείζαμε λεφτά κάθε πρώτη του μήνα για να παίζουν πόκα και ζάρια στα υποφράγματα – όπως λένε τις εσωτερικές αίθουσες ύπνου και αποθηκών του πλοίου κάτω στα χαμηλά απ’ το κατάστρωμα. Στα κρυφά δηλαδή δωμάτια – Εκεί όπου συνήθως ένας κέρδιζε και το καταλάβαινες αμέσως από το ένα «χαμόγελο νααα» που αποκτούσε και τους άλλους τους βλοσυρούς που χάνανε και που μας έκαναν τράκα τσιγάρα όλο τον υπόλοιπο μήνα. Άρα τι έλεγχο να μας κάνουνε σε κάτι που δούλευε καλά.

Η Ναυτική εβδομάδα ήτανε μια υπέροχη εποχή ειδικότερα είπαμε για τα μικρά πλοία του στόλου.  Πηγαίναμε σε περιοχές της χώρας και καμία 15ρια μέρες γυρνάγαμε γύρω γύρω και  κάναμε «επίδειξη σημαίας συνήθως σε  νησιά  και νησάκια η επαρχιακά λιμάνια. Σφύριζε το καράβι μας με αυτήν την περίεργη «κόρνα- ουρλιαχτό- Ουιου- ουιου » του πολεμικού ναυτικού που ήτανε χαρακτηριστική και βγαίνανε οι νησιώτες και μας υποδεχόντουσαν με περίσσιες χαρές. Μπροστά ο δήμαρχος με την κοντή χοντρή σύζυγο του. Δίπλα του ο παπάς και σε παράταξη οι άρχοντες του νησιού  με τις χοντρές οξιζενερισμενες κυρίες τους. Ο  δάσκαλος και τα παιδάκια του σχολείου εκεί δίπλα με άσπρα πουκαμίσα και μπλε παντελονάκια, κρατούσαν σημαιάκια που τα κουνούσαν ρυθμικά. Εμείς κάναμε κάτι σαν παρέλαση καμία δεκαριά άτομα όλα και όλα είχαμε. Τραγουδώντας θουρίους του τύπου «Ναυτάκια στον δρόμο περνάνε» ή το πιο γνωστό «Είμαι ο Ναυ  ο Ναύτης του Αιγαίουουου, κρεβάτι έχω τα βαθιά νεράαα» κλπ κλπ … Ένας Μόνιμος αξιωματικός συνήθως ο Ύπαρχος μας που είχε και πιο πολλά και καλογυαλισμένα χρυσά γαλόνια και φόραγε και την καλή του στολή, έμπαινε μπροστά και μετα έκανε τις σχετικές χαιρετούρες με τους επισήμους. Για να φανεί ακόμη σπουδαιότερος ο Κυβερνήτης μας μετά. Έβαζε και ένα δάφνινο στεφάνι από αυτά που είχαμε στην αποθήκη κατά δεκάδες και που το κράταγε από πίσω του ένας ναύτης στιλάτος δικός μας.  Το έβαζε πάντα εκεί στην μικρή πλατεία της εκκλησίας σε κάποιο  μαρμάρινο περιστέρι η στο κεφάλι κάποιου σπουδαίου που ήτανε σε προτομή  στην πλατεία του νησιού η κάτω από την μεγάλη αφίσα με το πουλί της χούντας αν είχε και όλα καλά και σύμφωνα με το εθιμοτυπικό. Οι τρεις μεγάλοι αξιωματικοί  πηγαίνανε  να φάνε με τον δήμαρχο το κάτι τις τους και εμείς αμολιόμαστε στον γύρω χώρο μπας και κτυπήσουμε καμία νεαρά επαρχιοτοπούλα κοπελίτσα από αυτές που μας κοιτάγανε ξελιγωμένα και που χασκογελάγανε στα πεζοδρόμια κατά ομάδες των δυο τριών κοριτσιών που άλληλο-τσιμπιόντουσαν όταν περνούσαμε.

Το κυνηγετικό ένστικτο εκείνη την εποχή ήτανε πολύ ανεπτυγμένο και στα δυο φύλα μια και δεν είχανε βγει ακόμη τα smart phone και τα κινητά τηλέφωνα που αποχαυνώνεται ο κόσμος και ειδικότερα οι νέοι και οι τηλεοράσεις αρχίζαν αργά το απόγευμα. Έτσι μπορεί να κτύπαγες το γκομενάκι από πριν την ώρα της παρέλασης όταν έπαιζε καταλλήλως το ματάκι σου. Βέβαια μην κάνουμε και τους τίποτα σπουδαίους. Συνηθέστατα μέναμε στα γελάκια και στις χαιρετούρες από μακριά.  Μικρές και περίεργες οι κοινωνίες τότε με μπαμπάδες, αδελφούς και θείους νταβραντισμένους από τα πολλά γεωργικά εργαλεία. Όχι τίποτα λελέδες όπως σήμερα.

Ναυτική λοιπόν εβδομάδα του 1968 που γυρίζαμε γύρω γύρω τα νησιά  με το όμορφο μικρό ναρκαλιευτικό μας.

με το περίεργο όνομα  Β.Π. Κίχλη  και τον μεγάλο άσπρο αριθμό Μ-241 μπροστά στις μπάντες του, όλα τα μεγαλούτσικα νησάκια του Ιονίου όλο το δεκαπενθήμερο. Τις τελευταίες τρεις μέρες βρεθήκαμε στην Πρέβεζα  για τα καθιερωμένα. Εκεί έγιναν όλα τα γνωστά με την σειρά που είπαμε παραπάνω  (Δήμαρχοι, χοντρές κυρίες ,στεφάνια παρελάσεις, Ύπαρχος, μεζεδάκια για τους μεγάλους  με αυτή περίπου την σειρά ) με την διαφορά ότι εδώ είχαμε όταν κάναμε την παρέλαση μας και ένα άγημα από καμία 30ρια φαντάρους που ήρθε και μας κατσικώθηκε μπροστά από εμάς με όπλα κανονικά και την μεγάλη σημαία του στρατού με τον μεγάλο άσπρο σταυρό στην μέση. Μαζί είχανε και 4 τυμπανιστές φαντάρους που κρατούσαν το βήμα και μερικούς βαθμοφόρους παραπάνω που ανέλαβαν το γενικό πρόσταγμα χωρίς να μας ρωτήσουνε για να μας κλέψουν την αίγλη μας, κάτι που δεν το πέτυχαν, γιατί Ο δικός μας Ύπαρχος ήταν ένας καμαρωτός κούκλος που τον θυμάμαι σαν τώρα με την άσπρη του στολή και το μακρύ γυαλιστερό του σπαθί γυμνό στον ωμό του και μάγευε τα κορίτσια. Και εμείς από πίσω του κοντύτεροι μεν αλλά με ωραίες σιδερωμένες στολές και την ωραία σημαία της θάλασσας  αυτήν με τις άσπρες -μπλε ραβδώσεις, πήραμε όλο το χειροκρότημα. 

Μετα όπως και να το κάνουμε φαντάρους βλέπανε κάθε μέρα. Άσπρες καθαρές στολές δεν βλέπαν. Υποθέσαμε και επιβεβαιώθηκε μετα ότι  κάπου εκεί κοντά θα ήτανε κανένα μεγάλο  στρατόπεδο του στρατού και ο εκεί αρχηγός έκρινε ότι ήταν ευκαιρία να κάνει μόστρα. Στην ώρα της παρέλαση είδαμε ότι στην περιοχή είχε έρθει- εκεί στην άκρη της προβλήτας σε ένα μεγάλο ανοικτό οικόπεδο-  κάτι κούνιες περιστρεφόμενες η μη, και άλλες, αυτές οι βαμμένες γαλάζιες συνήθως που μοιάζαμε με βάρκες και πηγαίνανε πάνω κάτω με κρεμαστά σκοινιά που τα τράβαγες με πάθος. Κοιτάξαμε με κατανόηση ο ένας τον άλλον. 

Ήτανε και ο σχετικός καραγκιόζης και κάποιο κουκλοθέατρο για τα παιδάκια  και ο μάγος ταχυδακτυλουργός της εποχής που έβγαζε περιστέρια από την μπέρτα του και κάτι μικροπωλητάδες με δυνατά φώτα από λάμπες θυέλλης της εποχής που πουλάγανε διάφορα. Ητανε  και ο γύρος του θανάτου με μια μοτοσυκλέτα που έκανε τρομερό θόρυβο χωρίς εξάτμιση και που την ακούγαμε από μακριά. Πληροφορίες έλεγαν ότι ο αναβάτης είχε λέει μεθύσει και είχε χτυπήσει λέει στο πόδι του και δεν δούλευε. Μόνο έβαζε μπρος την μηχανή για να ακούγεται λέει ο θόρυβος και να κράζει τον κόσμο να έρθει. Ήτανε και κάτι κορίτσια διαφορετικά  από τα συνηθισμένα, αδύνατα, μακιγιαρισμένα με ρίμελ στα μάτια και κόκκινα χείλια και χωρίς σπυράκια γιατί είχανε περάσει την εφηβεία. Ήτανε αυτές που βγάζανε τα εισιτήρια, που πολύ μας αρέσαν εμάς των  ναυτικών. Έτσι λοιπόν εκεί κατά το σούρουπο που μας έχανες που μας έβρισκες; Στο Τσίρκο να κόβουμε βόλτες γύρω από τα εκδοτήρια. Βγήκαμε έξω να περπατήσουμε ασπροντυμένοι με τις στολές μας τα χρυσά μας γαλόνια στο μπράτσο και με τους λεβέντες ναύτες μας με τις κολλαρίνες τις Μπελαμάνες, τα μαύρα ζωνάρια/ μαντήλια στη μέση, με το χοντρό κορδόνι τους και τα κολλαριστά άσπρα παντελόνια με τις πολλές οριζόντιες τσακίσεις. Είπαμε για πολλοστή φορά ότι εμείς οι του Β.Ν δεν είχαμε διαφορές βαθμών μεταξύ μας εντός / εκτός του πλοίου. Ποτέ δεν μιλούσαμε για τα πολιτικά πράγματα της εποχής και όταν μας έκανε την διατεταγμένη κατήχηση της χούντας ο Ύπαρχος βαριότανε που τα έλεγε και κάνεις δεν άκουγε.  

Βασικά ο ένας προσφωνούσε τον άλλον όχι με την γνωστή επωδό «Κύριε Ναύκληρε η κύριε υπόλογε η κύριε αξιωματικέ κλπ. αλλά με την παγκοσμίως πασίγνωστη καθαρά ελληνική προσφώνηση «μαλάκα» χωρίς άλλες φιοριτούρες αφού και οι μόνιμοι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί ως επί το πλείστο παιδιά ήταν και αυτοί και το μπινελίκι γενικά πήγαινε σύννεφο στα μικρά αυτά πλοία, ειδικότερα όταν είμαστε μόνοι μας στο πέλαγος στα γυμνάσια. Ή αν είχαμε φουσκοθαλασσιά και κτυπιόμαστε. Και κούναγε πολύ το άτιμο το ξύλινο σκαρί. Βέβαια όταν είμαστε με άλλους η σε κοινή θέα κάναμε τις μωρές παρθένες της εκκλησίας και μιλάγαμε με το «σας και με το σεις» ένα πράμα.

Έτσι λοιπόν αφού φάγαμε από ένα σουβλάκι στον υπαίθριο πάγκο όσοι είχαμε μιάμιση δραχμή για περίσσευμα  και αφού έπεσε η σχετική τράκα από τους άλλους τους «πτωχούς συνάδελφους» που βούταγαν ότι μπορούσαν από πατάτες μέχρι το κρέας και τα κρεμμύδια αφού δεν είχανε οι έρμοι ταμείο επιχορήγησης ναυτικής βοήθειας  όπως εγώ με χορηγούς,  Μάνα, Πατέρα, δυο αδελφές παντρεμένες, γαμπρούς λεβέντες και παππού κλπ. κλπ. ώστε να έχω χαρτζιλίκι καλό και πάντα όλους τους  30 μήνες που ήτανε η θητεία μας τότε. Μετά ήπιαμε και από μια μπύρα μοιρασμένη και αυτή στα δυο, όλοι μαζί ξεχυθήκαμε άλλοι για κορίτσια στην βόλτα άλλοι για μάτι μόνο και άλλοι για κουβεντούλα στα καφενεία της παράλιας με κάτι παλιούς ναυτικούς 70-80χρονους που θυμήθηκαν τα χρόνια που ταξίδευαν και αυτοί και κέρναγαν από καλοσύνη τα ναυτάκια μεζέ η καμία έχτρα μπύρα κρυφά. Κέρναγαν και πακέτα τσιγάρα Νο 5 Παπαστράτος οπότε οι τρακάδοροι και οι μη έχοντες λεφτά αράξαν με τα γεροντάκια αρκεί να τρώγανε κάτι διαφορετικό από τις «πατάτες μπλούμ» του μάγερα. 

Εγώ έκανα καλή παρέα με τον άλλο στρατεύσιμο κελευστή Ρ/Τ τον Μανώλη τον Κοντό (δόκιμο πλοίαρχο) που ήταν όνομα και πράμα γιατί ήτανε και κοντός σαν εμένα και δεν είχε έτσι κανένας μας κόμπλεξ κατωτερότητάς. Από πίσω μας πάντα κολλητάρια 4-5 ναύτες φιλαράκια μηχανικοί και αρμενιστές και Ρ/Τ και σηματωρούς μια παρέα κατευθυνθήκαμε προς τις κούνιες που ήταν εκεί στην άκρη του λιμανιού που ήτανε και κέντρο της περατζάδας. Η βολταριά της πόλης. Η ώρα ήτανε κατά τις 9 το βράδυ καλοκαιράκι ήτανε, μόλις είχε βραδιάσει και τα παιδάκια της προσχολικής μαζευτήκαν στα σπίτια τους. Φυσικά κατά διαταγή του Α μηχανικού ώστε πάντα να βλέπουμε το καράβι μας έστω από μακριά για σπεύσουμε σε ανάγκη. Εμείς δεν είχαμε περιορισμό ώρας και μάλιστα στην Ναυτική εβδομάδα και μάλιστα τόσο μακριά από τις ναυτική βάση της Σαλαμίνας. 

Συνήθως λέγαμε στον ναύτη σκοπό της βάρδιας ένα «γεια χαρά» Μήτσο, Γιώργη, Κώστα που καθότανε εκεί κάτω απ’ την μεγάλη σημαία στον ιστό της πρύμνης και μπαίναμε- βγαίναμε μια χαρά. Αυτός μας έγραφε στο εκεί βιβλίο εισόδου /εξόδου, μέχρι που βαριότανε. Τα παλικάρια μας λοιπόν με την άσπρες στολές είχαν βγάλει την από πάνω άσπρη μπελαμάνα που δυσκόλευε τις κινήσεις γιατί ήτανε στενή και είχαν σκοπό να επιδοθούν σε όλα τα αθλήματα του περιφερομένου τσίρκου.  Εμείς βγάλαμε την κλειστή στον λαιμό στολή αυτή που έμοιαζε με το τζάκετ του Μαο τσε τουνγκ  σε άσπρο και μείναμε με το πουκαμισάκι  που απαγορευότανε βέβαια αλλά ποιος θα μας έβλεπε; Διασκορπιστήκαμε λοιπόν. Άλλος στις βάρκες, άλλος στην μεγάλη κούνια αυτήν με τα σιδερένια καθίσματα και τις αλυσίδες που γύριζε γύρω γύρω και ζαλιζόσουνα. Άλλοι πήγανε στην σκοποβολή και γενικά όπου ήτανε οι πιο όμορφες κοπελιές που κόβανε εισιτήρια. Χαρές και γελάκια και μπινελίκια κατά συρροήν να φανούμε ρε αδελφέ. 

Εγώ είχα ψιλόιδρώσει και είχα βάλει και στο μάτι την κοπέλα πίσω από το ταμείο και της έκανα ματάκια και αυτή σε μένα έκανε γελάκια και εκανε χαζό-αστειάκια και τσιμπηματάκια με την διπλανή της φίλη, που είχε βάλει μακριές ψεύτικες βλεφαρίδες η από αυτό που βάζανε με το μαύρο βουρτσάκι των ματιών  και αρκετό πορτοκαλί κραγιόν που ήτανε της μόδας και που την κτύπαγε ο Μανώλης. Ααα όλα και όλα πρώτα πρώτα δηλώναμε στην παρέα τις προτιμήσεις μας από ενωρίς, προς αποφυγή μπερδεμάτων και παρεξηγήσεων. Εντάξει έβγαλα  δυο εισιτήρια μου έκανε αυτή και ένα επιπλέον δώρο και καθόμουνα λίγο παράμερα να ξεϊδρώσω για να ορμήσω ξανά στο καθήκον. Κάποια στιγμή μου έκανε διάφορα νοήματα που δεν καταλάβαινα αλλά πίστευα ότι επειδή με συμπάθησε πολύ και ήθελε να μου πει κάτι ειδικό. Νόμιζα μεν αλλά εκεί που είχα αποχαυνωθεί να την κοιτάζω ενοιωσα ένα χτύπημα  δυνατούτσικο είναι η αλήθεια στην πλάτη. Νόμιζα πως ήτανε ο φίλος μου ο Μανωλης που συνήθιζε να βαράει στην πλάτη των άλλων και με εκνεύριζε με αυτό του το χόμπι και του είπα χωρίς να γυρίσω. 
-«Άσε με ρε μαλάκα τώρα δεν βλέπεις ότι έχω δουλειά;» συνεχίζοντας να κοιτάω πότε την κοπελίτσα στο ταμείο πότε μια διπλανή της που μου γυάλιζε επίσης και πότε τους ναύτες μας στις κούνιες/ βάρκες που ανεβοκατέβαιναν μέχρι τον ουρανό ουρλιάζοντας με χαρούλες και βρισίδια . «Πιο δυνατά, Τράβα το σχοινί ρεεεεεε». Φώναζαν. Το κτύπημα στην πλάτη ξαναήρθε δυνατότερο αυτή την φορά και μια βραχνή φωνή μου είπε. 
– «Κύριε Υπαξιωματικέεεεε». 

Ο Τσιτσάνης τραγούδαγε από τα χαλασμένα μεγάφωνα «…στου γιαλού τα βοτσαλάκια» και γενικά ήτανε η ιερή στιγμή της αποχαύνωσης. Πάνω στην ώρα συνειδητοποιώ ακούγοντας τον να βρίζει ως συνήθως  ότι ο Μανώλης ήτανε πάνω στις κούνιες, άρα δεν μπορεί να με κτύπαγε αυτός στην πλάτη. Τότε ποιος; Γυρίζω απότομα και έτοιμος να τιμωρήσω αλύπητα οποίον με ενοχλούσε αυτήν την ιερή στιγμή και …παθαίνω ψυχικό κλονισμό. Μπροστά μου έστεκε η «εφοδία» του στρατού όπως την λέγανε τότε. Ένας κοντός παχύς αξιωματικός με χακί κλειστή στολή και μπόλικα χρυσά αστέρια στους ωμούς του και από πίσω του 6-7 φαντάροι με πλήρη εξάρτηση με όπλα και μερικοί με κάτι τεράστια μαύρα γκλόπς. Τα ‘χασα δεν ήξερα τι να κάνω. Να μιλήσω να μην μιλήσω; να χαιρετίσω η να μην χαιρετίσω;  στρατιωτικά η όχι λόγω ώρας; Να κτυπήσω το ποδάρι μου κάτω κατά την  χαιρετούρα η όχι; Δεν ξέραμε τέτοια εμείς οι ναυτικοί. Γύρισα απέναντι του και έμεινα ακίνητος.

Με κοίταξε βλοσυρά έτοιμος να με στείλει στον πόλεμο πρώτη γραμμή. Πίσω μου οι ναυτικοί που δεν είχαν πάρει χαμπάρι συνέχισαν να ουρλιάζουν. Ο Τύπος με κοίταξε με μίσος και με ρώτησε με συριστή φωνή «Υπαξιωματικέεεε κουνιόνται ωρέ τα ΣΤΡΑΤΑ;» Μα την Παναγία δεν κατάλαβα τι είπε, δεν άκουσα, δεν κατάλαβα δεν θυμάμαι. Είπα  με σβησμένη φωνή
-«Δεν κατάλαβα κύριε αξιωματικέ τι είπατε;»                                                                     -«Αντισυνταγματάρχης είμαι βλαξ, στραβός είσαι;» είπε. 

Δεν γνωρίζαμε τους βαθμούς του στρατού εμείς. Είχανε λέει κάτι αστέρια που πότε ήτανε ασημένια πότε ήτανε χρυσά και είχανε και κάτι κλάρες και  σπαθιά  διασταυρωμένα η όχι. Κάτι περίεργα που να τα ξέρουμε εμείς οι έρμοι. 
-«Πρωτίστως έχεις αγνοία βαθμών και κανονισμών και είσαι και ασκεπής τοιαύτην ώραν» μου φώναξε σε άπταιστη καθαρεύουσα»  και συνέχισε λέγοντας
-« Επαναλαμβάνω λοιπόν ΚΟΥΝΙΟΥΝΤΑΙ ΤΑ ΣΤΡΑΤΑ υπόλογε;» Άρχισα να καταλαβαίνω την είχαμε βάψει γενικώς όλοι και ειδικώς εγώ. Ψέλλισα
-« Όχι κύριε αντισυνταγματάρχα»                                                                      
-«Τότε γιατί κουνιούνται οι ναύτες σου στις κούνιες;» μου φώναξε σφυρικτά  βγάζοντας φωτιές από το στόμα. Τι να πω; ότι δεν είναι δικοί μου οι ναύτες, αλλά απλώς συνάδελφοι και φιλαράκια. Ότι «ξέρετε εμείς είμαστε του ναυτικού δεν… », και τέτοιες δικαιολογίες. Δεν ήξερα την απάντηση και το βούλωσα 
-«Κατέβασε τους γρήγορα ΑΜΕΣΩΣ ΤΩΡΑ» φώναξε.

Τι να κάνω έβαλα στο κεφαλι μου το πηλήκιο που το κράταγα στο χέρι τόση ώρα, χαιρέτισα σαν τον ηλίθιο και τον πανηλίθιο στο σχετικό έργο και γυρίζοντας προς τις κούνιες φώναξα με όση φωνή είχε απομείνει,
-«Παιδιά, ΠΑΙΔΙΑ σταματήστε και κατέβητε ΑΜΕΣΩΣ  κάτω. Τέρμα οι κούνιες ΕΙΠΑ ρεεεε» Με έγραψαν κανονικά και συνέχισαν το θεάρεστο παιχνίδι τους με τα σχοινιά της κούνιας και συνέχισαν να γελάνε ουρλιάζοντας δυνατά. Ξαναφώναξα με όση δύναμη μου είχε μείνει. 
-«ΕΙΠΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ  ρε ΝΑΥΤΕΣ ΑΜΕΣΩΣ. Δεν ακούτε, Δεν βλέπετε κιόλας;» Ακούστηκε από την βάρκα καθώς πηγαινοερχότανε η φωνή του ναύτη μηχανικού Γιώργου  Βαρώνη. 
-« Άντε γαμ… ρε βραδιάτικα, παράτα μας». Η ξεφτίλα του ναυτικού αισθάνθηκα εκείνη την στιγμή. Φώναξα μερικές ακόμη φορές δεν ξέρω πόσες και έπαιρνα περίπου την ίδια απάντηση από όλους. Ο Στρατηγός που περίμενε πίσω μου έδωσε διαταγή και οι φαντάροι του έτρεξαν και σήκωσαν τα ξύλινα φρένα που σταματούσαν τις βάρκες. Μέχρι που τις σταμάτησαν εντελώς και οι ναύτες αρχίσαν να κατεβαίνουν βρίζοντας μέχρι που πήραν χαμπάρι τι πάθαμε και γίνανε αρνάκια.

Μας έβαλαν σε μια σειρά με διαταγές στρατιωτικές που δεν καταλαβαίναμε λέγανε κάτι «κάτι Βάδην εμπρός μαρς, κάτι ΄Αποσον, κάτι άγετε» και άλλα ακαταλαβίστικα τέτοια ώρα με τέτοια ένταση. Μπροστά μπήκε ο στρατηγός και πίσω εμείς σαν τα μικρά άσπρα παπάκια σε παράταξη και ανά βαθμό. Αλληλοκοιταζόμαστε με επιφύλαξη φοβισμένοι μπας και μας δει. Ρεζίληδες του ναυτικού και οι λιγοστοί περαστικοί μας δουλεύανε χειροκροτώντας χλευαστικά. Μας πήγαν συνοδεία μέχρι το καράβι μας που ήτανε καμία 300ρια μέτρα πιο κάτω φωταγωγημένο και υπέρλαμπρο μέσα στα μεσάνυχτα. Μου φάνταζε σαν υπέροχο πράσινο λουλουδιασμένο  καταφύγιο μέσα στον τρόμο μου.  Κοίταγα την φωτισμένη όμορφη γιρλάντα του ιστού που είχε καμένες 3-4 λάμπες και έμοιαζε λιγάκι ξεδοντιασμένη. Σκέφτηκα ξεχνώντας τα συμβαίνοντα γύρω μου ότι αύριο σαν υπόλογος επιστασίας  βλαβών Ε/Β που ήμουνα επίσης ότι πρέπει να ενημερώσω τον ηλεκτρολόγο να τις αλλάξει. 
«Καλά άμα δεν μας έχουν τουφεκίσει εν τω μεταξύ!» Ο θόρυβος από την ηλεκτρομηχανή που ερχόταν από την ανοικτή τσιμινιέρα με ηρέμισε και μου έμοιασε σαν το κάλεσμα της μάνας. Εκεί τελετουργικά φωνάξαν το ναύτη της βάρδιας. Τον Αριστείδη τον Καλογήρου από την Χίο που ξεπρόβαλε το κεφάλι του από τα ρέλια νυσταγμένος φορώντας βιαστικά το ναυτικό του καπέλο στραβά και ανάποδα -μιας που τον είχε ψιλοπάρει τον ύπνο του εκεί στην πρύμη ακούγοντας με το τρανσιστοράκι του τα κλαψούρικα τραγούδια του Καζαντζίδη και του Αγγελόπουλου τραγουδώντας και αυτός όπως πάντα με την περίεργη ψιλή φωνή του. Ο στρατηγός με ύφος Στρατηγού διέταξε το ναύτη να φωνάξει τον κυβερνήτη. Αυτός δασκαλεμένος από παλιά είπε  ότι ο κυβερνήτης μας και όλοι οι αξιωματικοί ήτανε στην δεξίωση του δήμαρχου και φώναξε τον Υπαξιωματικό βάρδιας. Αυτός ήτανε ένας μόνιμος Επικελευστής Αρμενιστής που μου χρώσταγε κάπου 600 δραχμές -πολλά λεφτά εκείνη την εποχή που τα είχε χάσει στο μπαρμπούτι εκεί κάτω στα Υποφράγματα. Ευτυχώς δεν έδειξε ότι κοιμότανε και αυτός. Υποσχέθηκε ότι θα μας αναφέρει στον κυβερνήτη και θα μας τιμωρήσει παραδειγματικά και ανεβήκαμε με στρατιωτικό βήμα στην κλίμακα του καραβιού μας. Είπαμε διάφορα και πήγαμε για ύπνο βρίζοντας και σκεπτόμενοι τις τότε ναυτικές φυλακές της Ψυττάλειας που μας περίμεναν από αύριο το πρωί στην έκτακτη αναφορά του Κυβερνήτου. 

Την επόμενη πρωί- πρωί ήρθε μια μοτοσυκλέτα στρατού εκεί έξω στην προβλήτα με ένα φαντάρο με ειδική εξάρτηση και άσπρο κράνος  και την περίεργη αρματωσιά που έφερε ένα τεράστιο φάκελο για τον κυβερνήτη μας σφραγισμένο με κόκκινο βουλοκέρι. Την κοιτάξαμε με λύπη. Υπόλογος Γραφείου Κυβερνήτου ήτανε ο Μανώλης ο Κοντός που λέγαμε. Έπεσαν οι σχετικές υπογραφές παραλαβής -παράδοσης και έφυγε η μοτοσυκλέτα. Άνοιξε τον φάκελο -όπως πάντοτε- έβαλε αριθμό πρωτοκόλλου -όπως πάντοτε- είδε τα γραφόμενα με φώναξε από δίπλα που εγώ είχα έδρα μιας και ήμουνα  και υπόλογος γραφείου μηχανής και τα διαβάσαμε μέχρι να ξυπνήσουν οι αξιωματικοί μας. Ο Αν/χης με λίγα λόγια και αφού μετα κόπου αποκωδικοποιήσαμε την καθαρεύουσα που ήτανε γραμμένο το σήμα, μας έβγαζε ετοίμους για παραδειγματικό τουφεκισμό όχι για φυλακή που ελπίζαμε εμείς. Έπρεπε ιεραρχικά να το δώσουμε στον Ύπαρχο και αυτός να το δωσει να το δει ο κυβερνήτης και να λάβει μέτρα ποινής,  γιατί είπαμε χούντα είχαμε και κουμάντο έκαναν τα στράτα. Πράγματι ελπίζοντας ότι θα φάμε καμία 80ρια μέρες φυλακή μόνο, έδωσε ο Μανώλης τον φάκελο στον Ύπαρχο για τον επιδώσει στον κυβερνήτη. Αυτός χαμογέλασε χαιρέκακα  με περίεργο ύφος διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας το μήνυμα του στρατιωτικού. Έκανε Χμ Χμ και τέτοια. Κορδωμένος ανάλογα  το πήγε στον κυβερνήτη. Από πίσω του εμείς οι δυο να δούμε τι θα γίνει ανεβήκαμε χωρίς τσιμουδιά τα λίγα σκαλάκια για το γραφείο του κυβερνήτη  με τρεμάμενα ποδάρια. Μείναμε απ’ έξω απ’ την κλειστή πόρτα του περιμένοντας την αγρία αντίδραση  του κυβερνήτη μας Πλωτάρχη Κ.Τσαμαδού. Μετα ένα λεπτό βγήκε αυτός έξω από το γραφείο του  ξεκαρδισμένος στα γέλια. Ξεκαρδισμένος είναι λίγο. Κακαρίζοντας βγήκε ο άνθρωπος απ’ τα γέλια, από πίσω του ο ύπαρχος ήτανε πεσμένος ξαπλωμένος στον καναπέ και κράταγε την κοιλιά του επίσης από τα γέλια και έκλαιγε… γελώντας. Μας ρώτησε τι έγινε και του είπαμε με δυο λόγια την αλήθεια. Συνέχισε να γελάει και  είπε με άγριο τάχα ύφος με μια φωνή σαν να διάβαζε ποιηματάκι.
-«Λοιπόν  γράφε υπόλογε …30 μέρες αυστηρά κράτηση ένδον. Περιορισμός εξόδου μέχρι νεοτέρας. Στέρηση στρατιωτικών  δικαιωμάτων. Αναφορά στο αρχηγείο Δ/ΝΑΡ ώστε να εξεταστεί η περίπτωση  ναυτοδικείου κλπ. Εντολή Κυβερνήτου γράψε Μανώλη, Γράφτα όλα αυτά στο βιβλίο ποινών (Ποινολόγιο) και βάλε τον οπλονόμο να υπογράψει κανονικά για να είμαστε κατοχυρωμένοι και άντε να κάνετε προπόνηση γιατί αύριο στις 3 πάμε γήπεδο  έχω κλείσει αγώνα ποδοσφαίρου με τον ΠΑΣ Πρέβεζα (Β’ εθνική τότε). Άμα κερδίσετε ρε θα πάρετε άδεια φτάνοντας Σαλαμίνα αλλιώς φυλακή ισόβια». Ήτανε και ποδοσφαιρόφιλος ευτυχώς και μας είχε φτιάξει ομάδα πλοίου. 

Κερδίσαμε 4-2  -είχαμε και καλή ομαδίτσα τότε- και δεν έγινε απολύτως τίποτα. Ξεχάστηκαν όλα από πριν τον αγώνα βέβαια. Τους αγαπώ όλους όπου και ότι νάναι και τους θυμάμαι με το όνομα τους σχεδόν όλους ακόμη. Περίεργο ε;  

«Μοδίστρες και κομμώτριες» είμαστε, τι περιμένατε να γίνει; 

Γράφω τις παλιές μου όμορφες για μένα  αναμνήσεις ακόμη και τώρα  που μεγάλος πια μου έρχονται όλα τα παλιά στο μυαλό και με ότι δύναμη απομένει προσπαθώ να προλάβω τον άτιμο τον χρόνο να μην με ξεπεράσει και τα ξεχάσω. Αλλά αυτός ο μπαγάσας τρέχει δίπλα μου με μεγάλες διασκελιές. 

Τι κρίμα…

Σχολιάστε

Πλοήγηση

Μετάφραση

Γράψτε το email σας για να λαμβάνετε νέα και αναρτήσεις.

Προστεθείτε στους 1.567 εγγεγραμμένους.